κύβεθρον

κύβεθρον
κύβεθρον, τό,
A = κυψέλη 11, Hsch.; cf. κύβερτον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύβεθρον — κύβεθρον, τὸ (Α) η κυψέλη τών μελισσών …   Dictionary of Greek

  • κύβεθρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβεθρα — κύβεθρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”